- ακαλύφη
- η (Α ἀκαλύφη)η ακαλήφη. - Βοτ. Ακαλύφη ή Ακαλύφαγένος φυτών τής οικογένειας τών Ευφορβιιδών που περιλαμβάνει 430 είδη, ιθαγενή τών τροπικών χωρών. Είναι θάμνοι και ποώδη ζιζάνια με φύλλα στίλβοντα και έμμισχα.[ΕΤΥΜΟΛ. < acalypha, νεολατιν. επιστημον. όρος < αρχ. ελλ. ἀκαλύφη, παράλληλος τής λ. ἀκαλήφη*].
Dictionary of Greek. 2013.